Πέμπτη 14 Φεβρουαρίου 2013

Μια τον βρίσκω, δυό τον χάνω



Συμμαζεύτηκα σήμερα και ξύπνησα μαζί με τον κόσμο. Μαζί με τον κόσμο που κοιμάται νωρίς, ξυπνάει νωρίς και πετάει τα σκουπίδια του κάθε μέρα με ευλάβεια - η μεγάλη σακούλα στον μπλέ κάδο, η μικρή με τις πορτοκαλόφλουδες στον πράσινο-.

Ξεκίνησα για να βρώ την θάλασσα...δηλαδή σκέφτηκα, μιας που ξύπνησες πάνε κάπου που στις 8 το πρωί δεν έχεις πάει ποτέ και πήγα.
Περπατώντας ξέχασα για λίγο τον προορισμό και αφέθηκα στους εκ των έξω ερεθισμούς σαν τυφλός που ψάχνει φώς...Σαν κάποιος που έχει καιρό να παρατηρήσει την φυσιολογικότητα της πρωινής καθημερινότητας.

Ο κύριος eurobank, που με το κοστούμι του κάθε πρωί σταματάει το γυαλισμένο αμάξι του κάτω από το διαμέρισμα της μητέρας του. Δένει την σακούλα με τα τάπερ στο σχοινί...εκείνη το τραβάει ενόσω σκέφτεται με τι θα τα γεμίσει πάλι. Ο κύριος eurobank θα περάσει το μεσημέρι γυρνώντας από την δουλειά και το σχοινί θα κατεβάσει γεμάτα ταπεράκια με ζεστό φαγητό ελληνίδας μάνας.

Τα παιδιά που πηγαίνουν σχολείο. Πάντα περπατούν αντίθετα από' μένα...κι είναι σαν να έρχονται σχεδόν κατά πάνω μου, κι είναι σαν να πρέπει να λογοδοτήσω για τον προορισμό μου. Όχι, δεν πάω σχολείο, δυστυχώς. Πάω να βρω την θάλασσα.

Τα κορίτσια του Βασιλόπουλου, με την σιδερωμένη στολή τους, ακουμπούν στα καρότσια που άλλοτε θα γεμίσουν και άλλοτε θα αδειάσουν και κάνουν το πρωινό τους τσιγάρο.

Πετυχαίνω την ώρα που τα μαγαζιά ανοίγουν.Ο υπάλληλος της Miele, κάθεται στο γκισέ με σβησμένα τα φώτα και σβησμένα τα μάτια. Τα φώτα ανοίγουν και τα μάτια αναγκάζονται.

Ο ανθοπώλης! Περιμένει αυτή την ημέρα όλο τον χρόνο, σοβαρά! Να τον έβλεπες με το βυσσινί του το σακάκι, την κόκκινη γραβάτα του και ένα χαμόγελο μέχρι τα αυτιά να στολίζει την βιτρίνα του Βαλεντίνου! Δηλαδή ήταν σαν να ξύπνησε το πρωί και είπε σήμερα θα ντυθώ...έεερωτας!

Κι ένα σωρό κόσμος που βγάζει τον σκύλο του, πρωινή βόλτα!
Είναι από τις στιγμές που σκέφτεσαι...χαλάλι να μου κατουρήσει τα χαλιά και τις φλοκάτες... αρκεί να τον έχω μαζί μου το πρωί, να πηγαίνουμε στο πάρκο, να φοράω το κόκκινο το φουσκωτό μου το μπουφάν. Τα χέρια μου παγώνουν αλλά πιάνω τα κουκουνάρια και του τα πετάω με όλη μου την δύναμη. Κι αυτός χαρούμενος τρέχει να τα πιάσει και πιστός όπως πάντα μου τα φέρνει ξανά.

Περνάω τα στενά κι έχω φτάσει σχεδόν στη Μαρτίου. Η θάλασσα είναι εκεί, την βλέπω σε κάθε στενό να με βάζει στον πειρασμό να στρίψω και να πλησιάσω. Αυτός ο κόσμος με έχει κουράσει και τον έχω κουράσει κι εγώ... Τον προτιμώ συνήθως τα βράδια που κοιμάται και τον αποφεύγω τα πρωινά που κορνάρει στην Όλγας. Σήμερα όμως οι κόρνες ακούγονται σαν εφέ στο τραγούδι των fundracar.

Κι εκεί που περπατάω, παρατηρώντας την μικρή επανάσταση μερικών μαθητών που θα περάσουν το φανάρι με κόκκινο... βρίσκω ταβάνι. Ταβάνι χαμηλό που μου κρύβει τον ουρανό κι αν ήμουν λίγους πόντους ψηλότερη θα μου έκρυβε και το κεφάλι.
Σ' αυτόν τον κόσμο ποτέ δεν ξέρεις πότε θα βρεθεί ένα ταβάνι να σου κρύψει τον ουρανό και να σε φέρει λίγο πιο κοντά στην πιθανότητα να χτυπήσεις. Να πονέσεις...να κάνεις καρούμπαλο βρε αδερφέ.

Σκέφτομαι, "ένα ακόμη τραγούδι και θα στρίψω". Ωραίο και το ταξίδι αλλά δεν πρέπει να ξεχάσω τον προορισμό. Όταν λέω "ξεκίνησα να βρω την θάλασσα" εννοώ προφανώς αυτή την μπαζωμένη υποψία θάλασσας στην νέα παραλία. Ο "κόσμος" είναι πάλι εδώ, με τα αντιανεμικά του, τα ποδήλατα, τα σκουφιά, τα γάντια. Η ώρα είναι σχεδόν 8.30, ο αέρας κρύος και αλμυρός, βάζω την κουκούλα μου και περπατάω πιο γρήγορα. Με αγχώνουν αυτοί που τρέχουν. Μου την βγαίνουν από δεξιά, τους βλέπω να με πλησιάζουν, να ιδρώνουν, να μετράνε τα βήματα και τα λεπτά... πάντα σε αναλογία τα δύο τελευταία.

Εγώ έχω στόχο το Μέγαρο. Θέλω να φτάσω εκεί που τελειώνει η ανάπλαση. Και θα φτάσω εκεί με βήμα αργό... άντε και λίγο πιο γρήγορο όταν η θερμοκρασία πέφτει επικίνδυνα...
Την θάλασσα την βρήκα, έστω αυτή την μπαζωμένη.