Δευτέρα 14 Νοεμβρίου 2011

Oδηγίες προς γήινους ανασφαλείς και άπειρους ναυτιλλομένους (;)

διαβάζεται καλύτερα ακούγοντας αυτό


“...απλά πρέπει να βρεις μια φορά τον δρόμο για τα σύμβολα...” μου είπε. Και με άφησε με την απορία. Τι κάνω λάθος; Πού το χάνω;

Είναι πολλά, πάρα πολλά αυτά που θα ‘θελα να πω. Τα λέω. Έστω τα μισά και έστω έμμεσα ή στα λάθος άτομα. Πόσες φορές δεν επαναλαμβάνομαι στους φίλους. Και ανάθεμα αν λέω αυτά που πραγματικά σκέφτομαι. Τα φοβάμαι. Δε θέλω να τα πω, γιατί θα αποκτήσουν υπόσταση. Θα γίνουν τέρατα ψηλά, γεμάτα παράλογη λογική και θα με μαλώσουν. Και μετά θα με φάνε και θα φάνε και όσα με κόπο έχω προσπαθήσει έστω, να ανακαλύψω.
Ένας κόμπος στο λαιμό είναι και ώρες ώρες λες και ξεχνάω να πάρω ανάσα. Το αντιλαμβάνομαι όταν κάποια στιγμή το στήθος μου αδειάζει και ζητά μια τεράστια δόση για να έρθει στα καλά του. Πονάει αυτή η ανάσα. Όσο με λυτρώνει, τόσο με πονάει. Και είναι το βράδυ, λίγο πριν κοιμηθώ που τρέμουν τα χείλη και τα μάτια δακρύζουν στο μαξιλάρι από τον πόνο.

Δε μου φτάνει το μπλα μπλα. Δε μου δίνει απαντήσεις, ούτε το φορτίο μου σηκώνει. Μερικές φορές το κάνει και ασήκωτο. Αλλά το έχω ανάγκη, γιατί δεν έχω βρει ακόμη το δρόμο μου για τα σύμβολα. Όλο χάνομαι, ηθελημένα ή μη. Ηθελημένα. Φοβάμαι. Φοβάμαι όσα θα αντικρίσω. Ελαττώματα και σφάλματα. Λάθος κρίσεις και αδιέξοδα.
Να με αντιμετωπίσω; Χωρίς τη μάσκα μου; Δεν ξέρω αν μπορώ. Αν είμαι έτοιμη ακόμη. Για τον εαυτό μου δεν ξέρω. Και την κρίση τους τη φοβάμαι. Εγώ με ξέρω. Οι άλλοι όμως; Ποια είναι αυτή που ξέρουν; Και αν δεν είναι αυτή που αγαπούν; Αν δεν είναι αυτή που της χαμογελούν; Αν δεν είναι αυτή που θέλουν πλάι τους; Αν αυτή δεν είναι ούτε γλυκιά, ούτε καλή, ούτε, ούτε, ούτε όλα αυτά; Και τρομάζω και γυρνώ πίσω. Να μη τον βρω αυτόν το δρόμο.

Χαμένη. Σα τη χαμένη τριγυρνάω. Γι’ αυτό τριγυρνάω. Και το τέλος δε το ξέρω να το γράψω. Με πίκρα μένω στα χείλη. Και συνεχίζω σα χαμένη. Και συλλέγω οδηγίες προς γήινους ανασφαλείς και άπειρους ναυτιλλομένους...

written by the ipanema girl

Τρίτη 8 Νοεμβρίου 2011

Για πόσο; Για τόσο.

Θα ‘θελες να είσαι περισσότερο ανεξάρτητος, λίγο πιο ευκατάστατος, μεγαλύτερος ηλικιακά, να μπορείς να είσαι μαζί της. Να στέκεσαι στα πόδια σου. 
Κι εκείνη, θα θελες να αποφασίζει για τον εαυτό της, να είναι τα βήματα της σταθερά κι αποφασιστικά προς το μέρος σου. Μισό δρόμο αυτή, μισό εσύ, για να συναντηθείτε. 

Προσπαθώντας να μην πέσεις σε παράλογους συνειρμούς, παραδέχεσαι στον μικρό ανθρωπάκο που εδρεύει στο κεφάλι σου, ότι όσο θεριεμένα κι αν είναι τα αγριόχορτα, μπορείς πάντα μεθοδευμένα να ανοίξεις δρομάκι καθαρίζοντας τα. Το μονοπάτι σου. Ξεριζώνεις μερικά, κι ακόμα κι αν δεν έχεις μηχάνημα, τα χέρια δεν σε προδίδουν. Ποτέ δεν μπορείς να προφυλαχτείς όμως, από τις εδαφικές ανωμαλίες και ειδικά από τα φίδια. Απρόβλεπτα αδιέξοδα.

Έχεις φυσικά, κι ένα δυνατό χαρτί. Παντοτινά δικό σου και αναφαίρετο. Η αξιοθαύμαστη νοητική ικανότητα και δυνατότητα να βιώνεις την αγάπη σου διαμεσολαβητικά, να φαντάζεσαι και να φαντασιώνεσαι. Σε φέρνω με τον νου να ξαπλώνεις πλάι μου στο ίδιο μαξιλάρι, κάθε βράδυ. Σε κοιτώ και με κοιτάς ώσπου να μας πάρει ο ύπνος. Τροφή της ψυχής.
Για πόσο;
Για τόσο. 


Αν μπορούσαμε με έναν μαγικό τρόπο να παγώσουμε τον πόθο, την αγάπη κι ότι μας ενώνει. Θα μπορούσαμε λες, να τα ζωντανέψουμε όταν πλέον θα είμαστε λίγο πιο «αυτοδιοικούμενοι»; Για να έχει η αποφασιστικότητα μας αντίκρισμα και να μην κοπανιέται σε τοίχους με ζωγραφισμένες πόρτες. Τοίχος είναι και η πόρτα. Πέτρα. Ας μην απατόμαστε.

Έπειτα κατακλύζεσαι από φόβο μήπως και στο μέλλον αλλάξεις, ίσως κι εκείνη. Το «μαζί» να είναι πια ανέφικτο, να φαντάζει ακατόρθωτο, καθώς εσείς δεν θα είστε πια εσείς, όσο κι αν μοιάζετε. Κάποιοι κάποτε ταιριαστοί εαυτοί, σήμερα αλλαγμένοι. Ο χρόνος χαράζει ρυτίδες στο πρόσωπο και άλλες τόσες στα έσω. Χάνεσαι στην υποθετική σκέψη, ωστόσο σου κάνει καλό, γιατί εκτιμάς το παρόν σου. Ναι, έστω κι αυτό το πληγωμένο «τώρα», το μισό, το αδειανό, που ευχαριστιέται μόνο μέσα από την διαμεσολάβηση φαντασιακών εικόνων και ονείρων. Έτσι αγαλλιάζουν αυτές οι ψυχές. Αποδέξου το γιατί είναι το μόνο που έχεις.

written by maria antouanetta

Τετάρτη 2 Νοεμβρίου 2011

Οι άνθρωποι δεν πεθαίνουν το πρωί

Σαν χθες ήταν που με ρώτησες πόσο χρονών είμαι και χαιρόμουν να σου λέω πως είμαι 18. Και σήμερα, όχι πως δεν χαίρομαι να σου λέω, δεν χαίρομαι να συνειδητοποιώ πως δεν έφτασα εκεί που ήθελα. Γαμώτο, και νόμιζα κάποτε πως ήξερα που μπορεί να βρίσκεται αυτο το “κάπου”. Δεν θέλω να πιστέψω πως ο λόγος που αισθάνομαι τον κόσμο να προχωράει κι εμένα να μένω πίσω είναι απλά η τεμπελιά μου όσο έντεχνα κι αν προσπαθεί η μαμά μου να με πείσει γι αυτό. Τι περιμένεις να σου πω; Ότι ο κόσμος είναι σκληρός, κι εγώ πολύ απροσάρμοστη; Είναι κι αυτό αλλά είναι σιγουρα κι άλλα. Θα θελά να είμαι σαν αυτούς τους ανθρώπους που ξέρουν τι θέλουν απο αυτήν την ζωή. Και όχι απλά το ξέρουν, ξέρουν και πως να το έχουν. Γιατί εγώ κάθε φορά που βάζω ξυπνητήρι στις 7.30 το κλείνω με περισσή ευχαρίστηση και γυρνάω πλευρό.

Κι έρχεται μια στιγμή που είσαι εσύ και το υπαρξιακό σου κενό. Και φοβασαι. Φοβάσαι πως καποια στιγμή αυτο το κενό θα σε ρουφήξει και εσύ δεν θα προλάβεις να φωνάξεις, “ Έζησα!”. Έλα χαλάρωσε δεν θα πεθάνεις ακόμα! Πρώτον είσαι νέα και δεύτερον είναι πρωί. Ο κόσμος δεν πεθαίνει το πρωι (;). Κι όμως πάντα είχα αυτή την παράξενη αίσθηση πως οι άνθρωποι δεν πεθαίνουν το πρωί.Το πρώι, τρώνε πρωινό, πηγαίνουν στην δουλειά τους, αν είναι καλοκαίρι πάνε και στην θάλασσα αλλά πάντως δεν πεθαίνουν.

Τώρα που τα σκέφτομαι ξανά, μαλλον είχα την αίσθηση πως οι ανθρωποι δεν πεθαίνουν καν. Πέρα από την γνώση του θανάτου είναι και άλλες γνώσεις που σου διαφεύγουν μέχρι μια ηλικία. Και επέτρεψε μου να πιστεύω πως είναι κάποιες που δεν θα τις έδινες πίσω για κανέναν λόγο.

Πέρα λοιπόν απο το πρώτο -ή και πρωινό- υπαρξιακό σου κενό υπάρχει η γνώση. Μεγάλωσες πια και υποτίθεται πως ξέρεις, πως δεν θα κάνεις τα ίδια λάθη. Στο 'χουν πει τόσες φορες πως όταν πάθεις θα μάθεις. Τα τινά είναι δύο. 'Η δεν αφήνεσαι να πάθεις, ή δεν αφήνεσαι να μάθεις. Επέτρεψε μου την μυστηριώδη ανάδυση συμπερασμάτων, βαρέθηκα τα απλά και κατανοητά.